- μιξέλληνες
- μιξ-έλληνες, οἱ,A half Greeks half barbarians, mongrel Greeks, Hellanic.71 (a) J., IPE12.32B17 (Olbia, iii B. C.), Plb.1.67.7: sg.
μιξέλλην Hld.9.24
, Porph. ap. Eus.PE3.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιξέλλην Hld.9.24
, Porph. ap. Eus.PE3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Скифы — (Σκύθαι) собирательное имя многих народов, частью оставшихся в Азии (см. Скифия), частью переселившихся в Восточную Европу на земли, раньше занятые киммериянами, и дальше к В, до низовьев Дуная. Так назывались эти народы греками; сами себя они… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μιξέλλην — μιξέλλην, ηνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ Έλληνας και κατά το άλλο ήμισυ βάρβαρος («οὐκ ὀλίγοι δὲ μιξέλληνες, ὧν οἱ πλείους αὐτόμολοι καὶ δοῡλοι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + Ἕλλην (πρβλ. μισ έλλην)] … Dictionary of Greek